man
(English)
Frequency: 832
Translations:
- فارسی : مردم (3), آدمی (1), انسان (1), مرد (8), منی (1), کسی را (1), هر یک (1)
- Ἑλληνική : ἀνήρ (46), ἀνὴρ (1), ἄνθρωπον (37), ἀνδρὸς (28), ὅστις (2), τῶν ἀνδρῶν (1), ἄνδρα (8), ἀνδρῶν (8), τὸν (15), τελέθοντος (1), φωτὸς (4), ἁνὴρ (14), ἄνθρωπος (1), φωτός (1), βρότειον (1), βροτῷ (1), τἀνδρὸς (3), οὗτός (1), ἀνδρολέτειρ᾽ (1), ἐπιθύσας (1), πειθάνορα (1), ἄνδρ᾽ (19), βροτῶν (1), ἀνδρὶ (7), ἀνδρός (13), τοὺς (2), ἀνθρώπων (18), φιλανθρώπου (1), βροτοῖσιν (1), τάλας (1), τις (19), ἀνδρί (1), ὅδ᾽ (1), φωτὶ (2), ἀνδράσιν (6), ἄνδρες (3), ἡβήσαντι (1), τινὰ (2), ἄνθρωπε (2), ἀνθρώπου (23), τούτῳ (3), κακοῦ (1), ἀνθρώπους (1), νέον (1), κατεψηφίσαντο (1), τοιοῦτον (1), τούτων (3), οὗτος (3), οἵδε (1), οὓς (1), τεθνεὼς (1), ἀνθρώποις (4), ὃς (3), ἀνθρωπίνως (1), τι (2), ὢν (1), κεκτημένος (1), ἅνθρωπος (11), δόξα (1), ἠτύχησε (1), ἀποκτείναντος (1), ἕνα (1), ἄνθρωποι (2), οἱ (2), ἄνδρας (1), τἀνθρώπῳ (1), φύσει (1), ἁνήρ (3), ὄναιτ᾽ (1), τἀνθρώπου (1), ἄνθρωφ᾽ (1), ταύτης (2), τοῦτο (3), νέων (1), ὦνθρωφ᾽ (1), ἀνέρος (1), περιειλάμενος (1), πονηρός (1), οὑτοσὶ (1), ἄνδρεσσι (1), πύγισο (1), ἐντευτενί (1), πεντακοσιομέδιμνον (1), τινα (2), αἴδεσίς (1), ιυστε (2), ἀνθρώπῳ (15), ταλαίπωρος (1), θυμώδης (1), βέλτιον (1), τοιοῦτος (2), ταύταις (1), ἄδικος (1), μικροψύχου (1), ὃν (1), κἀγαθῷ (3), τούτοις (1), ἀνθρώπω (1), ἕκαστον (3), τισι (1), πάντα (1), μουσικῷ (1), ἀγαθῷ (1), ποιὸν (1), τινές (1), τινος (1), [ὅτι] (1), δυνατῷ (1), Β (1), του (1), ταῦτα (1), αὐτοάνθρωπος (1), τινὰ ξένον (1), τοῦδε (1), ἁνήρ (1), κεῖνος ἁνήρ (1), ἀνδράσι (1), φώς . (1), φώς (1), ἄνδρʼ (1), ἀνθρώπου σῶμα (1), τον ανθρωπον (1), ανθρωπον (1), βροτοῖσι (2), ἀνθρώπῳ (1), ἄνηρ (1), αὐτὸν (1), ἐκείνου (1), ὤνηρ (1), ἄθρωπος (1), ἀνὴρ τίς (1), βροτὸν ἄνδρα (2)
- Latin : liberque (1), homuncio (2), faber (1), iuvenum (1), maritum (1), homo (23), vir (11), hominem (2), viro (2), homine (2), mortuus (3), homines (2), virumque (1), ‘O virum (1), autem (1), virtutem (1), devicit (1), velut (4), tamen (1)
- Português : homem (8)
- ქართული : უცხოელიც (1)
- English : man (23), one (3), warrior (2), that man (1), husband (1), young masters (1), MAN (1), hero (1), a man (2), human life (1), human being (1), man’s (1), mankind (1), men (7)
- Aramaic : גבר (1)
- Español : hombre (1), el (1)
- 中文 : 一 个 人 (1)
- italiano : uomo (6), man (2), tribolato (1), uomini (1)
- français : hommes (1), homme (1)
- Coptic : ⲛⲟⲩⲣⲱⲙⲉ (1), ⲡⲣⲱⲙⲉ (1)
- русский : человека (1)
- Ainu : man (3)
- العربية : الانسان (1), الرجل (1)
- Akkadian : igi (1)
- Tamil : jenakuttathilaycku (1), manushyan (2)