have
(English)
Frequency: 393
Translations:
- فارسی : دارند (1), دارد (2), دارم (5), بدار (1), یافت (2)
- Ἑλληνική : ἔχειν (19), τῷ ἐόντι παρεχομένῳ (1), ἐχρῆν (1), εἰ (7), ἔχω (11), τυχών (1), ἔχουσιν (14), λαχὼν (1), ἔχουσα (1), ἔλαχον (1), ἔχοντες (5), χρόνῳ (2), πάρεστι (1), ἔχοις (2), ἐπεὶ (3), εἶχες (1), οἴκτιρε (1), τυχόντ᾽ (1), χρῆμα (1), ἤδη (12), τὴν (1), πειράσομαι (1), κατεύγματα (1), τολμήσω (1), ἔχοι (3), ἐρεῖτ᾽ (1), πρότερον (2), ἔχουσι (5), εἴ (2), γέγραφα (1), διεπέπρακτο (1), γεγόνασι (1), ἔχοντας (2), οὓς (1), δεινῆς (1), γεγονέναι (2), ἣν (3), γραμματεῖον (2), ἅπαντα (3), φεύγω (1), ἥκω (1), περ (2), γεγενημένων (1), ἔχει (11), γενόμενα (1), μεμαρτυρήκασιν (1), οὐδεπώποτε (1), ἀπέδειξα (1), ἐγένετο (2), ἔπαθε (1), ἅπαντι (1), γεγένηται (1), χρήματα (1), ἔχοιτε (1), κατεργάσασθε (1), μόνον (1), τυγχάνων (1), Νικίας (1), κεκτημένοι (1), γεγένηνται (1), τυγχάνω (1), ἔχων (4), γραμματείῳ (1), γένηται (1), αἰτίαν (1), ὑπ᾽ (4), κακὰ (1), ὑπάρχει (3), γενέσθαι (4), πρᾶγμα (1), ἔχοιεν (1), οὐδέπω (1), εἶχε (1), ἐγένοντο (1), γεγένησθον (1), ἃ (2), πρῶτον (1), ἀπογράφεσθαι (1), λαβόντες (1), τοσούτους (1), λαβόντ᾽ (1), πάσχομεν (1), τυχεῖν (1), ἑξεῖ (1), ὑπὸ (1), δειπνεῖν (1), σχεῖν (1), ἔχοντε (1), πάλαι (5), ἔτ᾽ (1), οὔπω (2), ἕξετ᾽ (1), ἀπολῶ (1), ἔχῃ (1), ληφθεῖσα (1), μοι (1), εἴχετ᾽ (1), ἀρτίως (1), πόλιν (1), γὰρ (1), ἕξουσιν (1), παρ᾽ (2), πρώτη (1), ἔχουσαν (1), μολὼν (1), ἔχετον (1), ἔχε (1), ἅπασαν (1), ποτ᾽ (1), ἢ (1), φαύλως (1), ἐλήλυθας (1), ἐγενόμην (1), αὐτοῖς (1), μὴ (1), ξυνωμότας (1), οὐπώποτ᾽ (1), ἔχοντ᾽ (1), πάντας (1), ἥκειν (1), ἥκει (1), εἶχον (1), ἔρχομαι (1), χρήσαντες (1), ἔχον (4), ἔλαχε (1), ἔχομεν (1), ἡμῖν (1), λαβών (1), πω (1), κατακτῶν (1), ἔχοντα (3), οὐχ (1), ἔχεις (1), ἔχῃς (1), πρότερόν (1), ἅπαξ (1), χρήσασθαι (1), γινομένων (1), ὅσα (1), λαβεῖν (1), ποτε (1), μὲν (1), εἴληπται (1), ἂν (1), καθίστανται (1), ὑπάρχειν (2), τὸν (1), ἥξουσιν (1), διαφθείρητε (1), γνοῦσιν (1), γένῃ (1), πράγματ᾽ (1), ἔπαθον (1), ἐχόντων (2), δόξαις (1), εἰλήφαμεν (1), ἀνῄρηται (1), πεπονθότα (1), ὥσπερ (1), ᾧ (1), ἅπαν (1), εἴρηται (2), ὅσων (1), πρότερα (1), γίγνεται (3), πάσχειν (1), ἐχούσας (1), ἔδει (1), ἐσμεν (3), τοῖσιν (1), ἔστι (4), ἔσται (1), ἐόντες παρέχονται (1), ἔχομεν͵ (1), ὄντες (2), ' χω (1), ἄξεσθαι (1), εἰσίν (1), ἰσχύωσιν (1), ἐστιν (2), ἀναισχυντήσεις (1), ἔστι τούτοις (1), ἦσαν (1), ἔχοντά (1)
- Latin : habe (1), habebunt (1), habent (2), Habes (1), sit (1), habeo (1), illo (1), ut (1), velle tenere (1), tenere (1), Iovem (1), prae (2), vestros (1), mihi (1), fidem (1), Id (1), Faciam (1), datum (1), habeam (2), sicine (1), sunt (1), habere (2)
- English : have had (1), have (6), have they (1), be mine (1), provide (1), is (1), Is this how (1), are (1)
- Deutsch : hab (1), habe (1), haben (2), hätten (2), hat (1)
- Croatian : on (1)
- Español : tienes (1), lo han (1)
- Akkadian : su2-ta2-ri2-ib (1), lu (1), i-šu-u (1)
- Sesotho : a (1)
- italiano : hanno (1), Ho (2), ho fatto (1)
- 中文 : 有 (2)