had
(English)
Frequency: 283
Translations:
- فارسی : بود (3), کرد (1), کرده بود (2), داشت (7), را بد (2), بد (1)
- Ἑλληνική : ἦσαν (3), γενομένη (1), εἶχε (5), ἔχουσα (2), ἦν (8), ἔχεν (2), ἐξῆν (1), εἰ (24), ἔχειν (10), τραπέζας (1), εἰχέτην (1), ἔχει (1), ἧκεν (2), λαχοῦσα (1), εἶχεν (2), ὧν (1), ἔχετε (1), ἧκε (1), ἐκέκτητο (1), εἰλήφασιν (1), πάντες (1), ἐγένοντο (1), ἧκον (1), γὰρ (1), καταστήσας (1), μήπω (1), χρόνον (1), ἐλήφθην (1), ὑπάρχουσαν (1), ἐγεγένητο (1), ἦλθε (1), ἔχοντες (2), ἤδη (6), ὑπῆρξαν (1), πόλιν (1), εἰληφότα (1), τυχεῖν (1), εἴ (3), ἐπειδὴ (1), ἐξὸν (2), ἔχοι (1), ἔργων (1), εἰργάσθαι (1), ἠργάσατο (1), ἐλάμβανε (1), τυγχάνει (1), λαμβάνω (1), ἔχων (5), εἶχες (1), πολλάκις (1), ἔχεις (1), θέρου (1), εἶχον (4), λαβών (1), πεπονθώς (1), τότε (1), οἷς (1), τὴν (1), γιγνομένης (1), ᾧ (1), ὑπ᾽ (1), λαβόντα (1), προδεδομένην (1), ἐπεὶ (2), ἥκειν (1), ἀκηκοὼς (1), ἐλάμβανεν (1), ενιμ (1), μηδέπω (1), πυρέττων (1), ἐχομένου (1), ἐπέστη (1), περὶ (2), ἔσχον (1), προύκαμνέ (1), ἔχοντας (1), ἐτύγχανεν (1), ἐν (1), εἶναι (2), ἔστιν (1)
- English : ἐσχηκέναι (1), had (7), he’s taken (1), may (1)
- Latin : haberent (2), habuit (1), habuerat (1), persolvi (1), habuere (2), privavit (1), haberetne (1), Erat (1), illi (1), habuisse (2), erant (12), ortos (1), erat (2), sua (1), iam (1), profecti (1), habito (1), more (1), quo (1), hunc (1), habere (1), venisset (1), hoc (1), esse (1), ad (1), instituerat (1), fuit (3), et (1), cum (1), habebat (3), eo (1)
- Português : acometeu- (1), ter (1)
- Español : tenía (1), may (1)
- Deutsch : entstammten (1), war (1), hatte (1), mußte (1), hatten (1), musste (1)
- Akkadian : let (1), la (1)
- italiano : aveva (1)
- Tamil : kandu (2), patti (2)