Lombardo 9.543-566
Maria Curley /
- Created on 2024-07-18 02:54:36
- Modified on 2024-08-01 03:14:07
- Translated by Stanley Lombardo (2000)
- Aligned by Maria Curley
Ἑλληνική Transliterate
English
ἀλλʼ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφικόμεθʼ , ἔνθα περ ἄλλαι
νῆες ἐύσσελμοι μένον ἁθρόαι , ἀμφὶ δʼ ἑταῖροι
ἥατʼ ὀδυρόμενοι , ἡμέας ποτιδέγμενοι αἰεί ,
νῆα μὲν ἔνθʼ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν ,
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης .
μῆλα δὲ Κύκλωπος γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
δασσάμεθʼ , ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης .
ἀρνειὸν δʼ ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι
μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα · τὸν δʼ ἐπὶ θινὶ
Ζηνὶ κελαινεφέι Κρονίδῃ , ὃς πᾶσιν ἀνάσσει ,
ῥέξας μηρίʼ ἔκαιον · ὁ δʼ οὐκ ἐμπάζετο ἱρῶν ,
ἀλλʼ ὅ γε μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι
νῆες ἐύσσελμοι καὶ ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι .
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τʼ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ ·
ἦμος δʼ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε ,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης .
ἦμος δʼ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς ,
δὴ τότʼ ἐγὼν ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
αὐτούς τʼ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι ·
οἱ δʼ αἶψʼ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον ,
ἑξῆς δʼ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς .
ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο , φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους .
νῆες ἐύσσελμοι μένον ἁθρόαι , ἀμφὶ δʼ ἑταῖροι
ἥατʼ ὀδυρόμενοι , ἡμέας ποτιδέγμενοι αἰεί ,
νῆα μὲν ἔνθʼ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν ,
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης .
μῆλα δὲ Κύκλωπος γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
δασσάμεθʼ , ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης .
ἀρνειὸν δʼ ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι
μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα · τὸν δʼ ἐπὶ θινὶ
Ζηνὶ κελαινεφέι Κρονίδῃ , ὃς πᾶσιν ἀνάσσει ,
ῥέξας μηρίʼ ἔκαιον · ὁ δʼ οὐκ ἐμπάζετο ἱρῶν ,
ἀλλʼ ὅ γε μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι
νῆες ἐύσσελμοι καὶ ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι .
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τʼ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ ·
ἦμος δʼ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε ,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης .
ἦμος δʼ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς ,
δὴ τότʼ ἐγὼν ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
αὐτούς τʼ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι ·
οἱ δʼ αἶψʼ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον ,
ἑξῆς δʼ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς .
ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο , φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους .
To
the
island
where
our
other
ships
waited
Clustered on the shore , ringed by our comrades
Sitting on the sand , anxious for our return .
We beached the ship and unloaded the Cyclops’ sheep ,
Which I divided up as fairly as I could
Among all hands . The veterans gave me the great ram ,
And I sacrificed it on the shore of the sea
To Zeus in the dark clouds , who rules over all .
I burnt the thigh pieces , but the god did not accept
My sacrifice , brooding over how to destroy
All my benched ships and my trusty crews .
So all the long day until the sun went down
We sat feasting on meat and drinking sweet wine .
When the sun set and darkness came on
We lay down and slept on the shore of the sea
Early in the morning , when the sky was streaked red ,
I roused my men and ordered the crews
To get on deck and cast off . They took their places
And were soon whitening the sea with their oars .
We sailed on in shock , glad to get away alive
But grieving for the comrades we had lost . "
Clustered on the shore , ringed by our comrades
Sitting on the sand , anxious for our return .
We beached the ship and unloaded the Cyclops’ sheep ,
Which I divided up as fairly as I could
Among all hands . The veterans gave me the great ram ,
And I sacrificed it on the shore of the sea
To Zeus in the dark clouds , who rules over all .
I burnt the thigh pieces , but the god did not accept
My sacrifice , brooding over how to destroy
All my benched ships and my trusty crews .
So all the long day until the sun went down
We sat feasting on meat and drinking sweet wine .
When the sun set and darkness came on
We lay down and slept on the shore of the sea
Early in the morning , when the sky was streaked red ,
I roused my men and ordered the crews
To get on deck and cast off . They took their places
And were soon whitening the sea with their oars .
We sailed on in shock , glad to get away alive
But grieving for the comrades we had lost . "