Wilson 9.543-566
Maria Curley /
- Created on 2024-06-21 19:02:06
- Modified on 2024-07-25 00:33:12
- Translated by Emily Wilson (2017)
- Aligned by Maria Curley
Ἑλληνική Transliterate
English
543-566
ἀλλʼ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφικόμεθʼ , ἔνθα περ ἄλλαι
νῆες ἐύσσελμοι μένον ἁθρόαι , ἀμφὶ δʼ ἑταῖροι
ἥατʼ ὀδυρόμενοι , ἡμέας ποτιδέγμενοι αἰεί ,
νῆα μὲν ἔνθʼ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν ,
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης .
μῆλα δὲ Κύκλωπος γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
δασσάμεθʼ , ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης .
ἀρνειὸν δʼ ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι
μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα · τὸν δʼ ἐπὶ θινὶ
Ζηνὶ κελαινεφέι Κρονίδῃ , ὃς πᾶσιν ἀνάσσει ,
ῥέξας μηρίʼ ἔκαιον · ὁ δʼ οὐκ ἐμπάζετο ἱρῶν ,
ἀλλʼ ὅ γε μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι
νῆες ἐύσσελμοι καὶ ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι .
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τʼ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ ·
ἦμος δʼ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε ,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης .
ἦμος δʼ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς ,
δὴ τότʼ ἐγὼν ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
αὐτούς τʼ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι ·
οἱ δʼ αἶψʼ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον ,
ἑξῆς δʼ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς .
ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο , φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους .
νῆες ἐύσσελμοι μένον ἁθρόαι , ἀμφὶ δʼ ἑταῖροι
ἥατʼ ὀδυρόμενοι , ἡμέας ποτιδέγμενοι αἰεί ,
νῆα μὲν ἔνθʼ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν ,
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης .
μῆλα δὲ Κύκλωπος γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
δασσάμεθʼ , ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης .
ἀρνειὸν δʼ ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι
μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα · τὸν δʼ ἐπὶ θινὶ
Ζηνὶ κελαινεφέι Κρονίδῃ , ὃς πᾶσιν ἀνάσσει ,
ῥέξας μηρίʼ ἔκαιον · ὁ δʼ οὐκ ἐμπάζετο ἱρῶν ,
ἀλλʼ ὅ γε μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι
νῆες ἐύσσελμοι καὶ ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι .
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τʼ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ ·
ἦμος δʼ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε ,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης .
ἦμος δʼ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς ,
δὴ τότʼ ἐγὼν ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
αὐτούς τʼ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι ·
οἱ δʼ αἶψʼ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον ,
ἑξῆς δʼ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς .
ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο , φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους .
We
reached
the
island
where
our
ships
were
docked
.
The men were sitting waiting for us , weeping .
We beached our ship and disembarked , then took
the sheep that we had stolen from the Cyclops
out of the ship’s hold , and we shared them out
fairly , so all the men got equal portions .
But in dividing up the flock , my crew
gave me alone the ram , the Cyclops’ favorite .
There on the shore , I slaughtered him for Zeus ,
the son of Cronus , god of Dark Clouds , Lord
of all the world . I burned the thighs . The god
ignored my offering , and planned to ruin
all of my ships and all my loyal men .
So all day long till sunset we were sitting ,
feasting on meat and drinking sweet strong wine .
But when the sun went down and darkness fell ,
we went to sleep beside the breaking waves .
Then when rose-fingered Dawn came , bright and early ,
I roused my men and told them to embark
and loose the cables . Quickly they obeyed ,
sat at their rowing benches , all in order ,
and struck the gray saltwater with their oars .
So we sailed on , with sorrow in our hearts ,
glad to survive , but grieving for our friends . "
The men were sitting waiting for us , weeping .
We beached our ship and disembarked , then took
the sheep that we had stolen from the Cyclops
out of the ship’s hold , and we shared them out
fairly , so all the men got equal portions .
But in dividing up the flock , my crew
gave me alone the ram , the Cyclops’ favorite .
There on the shore , I slaughtered him for Zeus ,
the son of Cronus , god of Dark Clouds , Lord
of all the world . I burned the thighs . The god
ignored my offering , and planned to ruin
all of my ships and all my loyal men .
So all day long till sunset we were sitting ,
feasting on meat and drinking sweet strong wine .
But when the sun went down and darkness fell ,
we went to sleep beside the breaking waves .
Then when rose-fingered Dawn came , bright and early ,
I roused my men and told them to embark
and loose the cables . Quickly they obeyed ,
sat at their rowing benches , all in order ,
and struck the gray saltwater with their oars .
So we sailed on , with sorrow in our hearts ,
glad to survive , but grieving for our friends . "