Wilson 9.500-521
Maria Curley /
- Created on 2024-06-20 20:35:55
- Modified on 2024-07-24 01:47:55
- Translated by Emily Wilson (2017)
- Aligned by Maria Curley
Ἑλληνική Transliterate
English
500-521
ὣς φάσαν , ἀλλʼ οὐ πεῖθον ἐμὸν μεγαλήτορα θυμόν ,
ἀλλά μιν ἄψορρον προσέφην κεκοτηότι θυμῷ ·
Κύκλωψ , αἴ κέν τίς σε καταθνητῶν ἀνθρώπων
ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν ,
φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον ἐξαλαῶσαι ,
υἱὸν Λαέρτεω , Ἰθάκῃ ἔνι οἰκίʼ ἔχοντα .
ὣς ἐφάμην , ὁ δέ μʼ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ ·
ὢ πόποι , ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθʼ ἱκάνει .
ἔσκε τις ἐνθάδε μάντις ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε ,
Τήλεμος Εὐρυμίδης , ὃς μαντοσύνῃ ἐκέκαστο
καὶ μαντευόμενος κατεγήρα Κυκλώπεσσιν ·
ὅς μοι ἔφη τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ὀπίσσω ,
χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς .
ἀλλʼ αἰεί τινα φῶτα μέγαν καὶ καλὸν ἐδέγμην
ἐνθάδʼ ἐλεύσεσθαι , μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν ·
νῦν δέ μʼ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς
ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν , ἐπεί μʼ ἐδαμάσσατο οἴνῳ .
ἀλλʼ ἄγε δεῦρʼ , Ὀδυσεῦ , ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω
πομπήν τʼ ὀτρύνω δόμεναι κλυτὸν ἐννοσίγαιον ·
τοῦ γὰρ ἐγὼ πάϊς εἰμί , πατὴρ δʼ ἐμὸς εὔχεται εἶναι .
αὐτὸς δʼ , αἴ κʼ ἐθέλῃσʼ , ἰήσεται , οὐδέ τις ἄλλος
οὔτε θεῶν μακάρων οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων .
ἀλλά μιν ἄψορρον προσέφην κεκοτηότι θυμῷ ·
Κύκλωψ , αἴ κέν τίς σε καταθνητῶν ἀνθρώπων
ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν ,
φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον ἐξαλαῶσαι ,
υἱὸν Λαέρτεω , Ἰθάκῃ ἔνι οἰκίʼ ἔχοντα .
ὣς ἐφάμην , ὁ δέ μʼ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ ·
ὢ πόποι , ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθʼ ἱκάνει .
ἔσκε τις ἐνθάδε μάντις ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε ,
Τήλεμος Εὐρυμίδης , ὃς μαντοσύνῃ ἐκέκαστο
καὶ μαντευόμενος κατεγήρα Κυκλώπεσσιν ·
ὅς μοι ἔφη τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ὀπίσσω ,
χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς .
ἀλλʼ αἰεί τινα φῶτα μέγαν καὶ καλὸν ἐδέγμην
ἐνθάδʼ ἐλεύσεσθαι , μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν ·
νῦν δέ μʼ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς
ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν , ἐπεί μʼ ἐδαμάσσατο οἴνῳ .
ἀλλʼ ἄγε δεῦρʼ , Ὀδυσεῦ , ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω
πομπήν τʼ ὀτρύνω δόμεναι κλυτὸν ἐννοσίγαιον ·
τοῦ γὰρ ἐγὼ πάϊς εἰμί , πατὴρ δʼ ἐμὸς εὔχεται εἶναι .
αὐτὸς δʼ , αἴ κʼ ἐθέλῃσʼ , ἰήσεται , οὐδέ τις ἄλλος
οὔτε θεῶν μακάρων οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων .
But
my
tough
heart
was
not
convinced
;
I
was
still furious , and shouted back again ,
‘Cyclops ! If any mortal asks you how
your eye was mutilated and made blind ,
say that Odysseus , the city-sacker ,
Laertes’ son , who lives in Ithaca ,
destroyed your sight . ’ He groaned , ‘The prophecy !
It has come true at last ! There was a tall
and handsome man named Telemus , the son
of Eurymus , who lived among my people ;
he spent his life here , soothsaying for us .
He told me that Odysseus’ hands
would make me lose my sight . I always thought
a tall and handsome man would visit me ,
endowed with strength and courage . But this weakling ,
this little nobody , has blinded me ;
by wine he got the best of me . Come on ,
Odysseus , and let me give you gifts ,
and ask Poseidon’ s help to get you home .
I am his son ; the god is proud to be
my father . He will heal me , if he wants ,
though no one else , not god nor man , can do it . ’
still furious , and shouted back again ,
‘Cyclops ! If any mortal asks you how
your eye was mutilated and made blind ,
say that Odysseus , the city-sacker ,
Laertes’ son , who lives in Ithaca ,
destroyed your sight . ’ He groaned , ‘The prophecy !
It has come true at last ! There was a tall
and handsome man named Telemus , the son
of Eurymus , who lived among my people ;
he spent his life here , soothsaying for us .
He told me that Odysseus’ hands
would make me lose my sight . I always thought
a tall and handsome man would visit me ,
endowed with strength and courage . But this weakling ,
this little nobody , has blinded me ;
by wine he got the best of me . Come on ,
Odysseus , and let me give you gifts ,
and ask Poseidon’ s help to get you home .
I am his son ; the god is proud to be
my father . He will heal me , if he wants ,
though no one else , not god nor man , can do it . ’