can
(English)
Frequency: 332
Translations:
- فارسی : تواند (3), نیارد (1), توان (1), میتوانم (1)
- Ἑλληνική : δυνήσεται (1), δυνατὸν (2), ποτ᾽ (3), ποτε (3), ἂν (80), πάρεστι (2), κρύβδα (1), ἄν (14), ὄψει (1), τι (4), δύνωμαι (1), δύναιτ᾽ (1), μὴν (2), αἰὼν (1), ἐλπίς (1), εὑρίσκεται (1), οἷόν (10), μή (3), ἔξεστι (6), ὅπως (2), ἐλπίδων (1), ἔξεστιν (2), οὐ (6), γεγονέναι (1), ἔχει (4), γεγένηται (1), ἔπεισε (1), ἔχω (1), ἀφίοιντο (1), ποῦ (1), δρᾶν (1), ἐξεῖναί (1), παρεχόμενος (1), δύναται (4), γὰρ (1), κἂν (1), ἆρ᾽ (1), δῆτα (1), χρὴ (1), σχήσομαι (1), ἔτι (3), ξυνελέγη (1), ἐξέσται (2), δύναμαι (3), οἷός (3), τί (5), δυνήσομαι (2), ἀπορεῖν (1), δύνηται (1), τίν᾽ (1), πάρα (1), τίς (2), πῶς (4), γε (2), μῶν (1), δύνασθαι (4), οὐκ (2), ἁμὲς (1), ἔσθ᾽ (2), ξὺν (1), κᾆτ᾽ (1), δυνατὸς (1), τἀμφιδρόμια (1), κοὐ (1), εἴ (1), ποτέ (1), δυνατός (1), δύναι᾽ (1), ὓ (1), που (1), λέληθεν (1), πεῖρα (1), ἀνιᾶν (1), δυνατὰ (1), δυνάμενον (5), ἔχομεν (1), δύνανται (1), λάβοι (1), ἐνδέχεται (9), καίτοι (2), μηθέν (1), [ἄνθρωπον] (1), οὔτε (3), δύνασθαί (1), οὐθενός (1), καλῶς (1), ἀδύνατον (2), εἰπόντες (1), ὄντος (1), ὁρῶν (1), δυνάμεις (1), εἶναι (1), οὐδὲν (1), γ᾽ (1), δυνατόν (3), δυνάμενα (1), τρόπον (1), ποιὸν (1), συμβλητὰς (1), δῆλον (1), χωριστόν (1), ἔχοιεν (2), γέ (1), χρεὼν (1), χρή (1), πως (1), κέν (1)
- Latin : : (1), ! (1), licebat (1), possum (1), possunt (5), est (1), possis (1), possit (1), nescia (1), pote (1), potest (4), posse (5), nam (1)
- English : am able (1), can find (1), need (1), may may (4), may (1), could (1), possible (1), can (1), way (1)
- Croatian : osaan (1)
- български : можеш (1)
- français : pourrait (1), peut (1)
- Español : puede (3), pudiera (1)
- Deutsch : können sein (1), kann (2)