• Home
  • Bibliography
  • Alignment Guidelines
  • How To
  • About
  • New Account
  • Log in

wrong (English)

Frequency: 81
Translations:
  • Ἑλληνική : δικεῖν (1), ἀδικεῖν (8), κακῶς (2), ἀδικοῦντας (1), πονηρᾶς (1), ἠδικηκότα (1), ἡμάρτηκα (1), ἐξαμαρτεῖν (1), ἠδικούμεθα (1), ἀδικεῖσθαι (2), ἠδικημένοις (1), ἁμαρτάνειν (1), ἁμαρτόντι (1), οὐ (2), ὀρθῶς (7), δίκαια (1), ἠδίκουν (1), ἠδικοῦντο (1), ἀδικῇ (1), χἀτέραις (1), πείσομαι (1), ἀδικοῦσιν (3), διώξει (1), ἀδικοῦντα (1), ιγνορανξιαμ (1), φαξιλε (1), δομινος (1), δεῖ (2), ἡμαρτημέναι (1), ὀρθόν (1), οὐδὲν (1), κακὸν (2), μὴ (1), διέψευσται (1), ψευδεῖς (1), καλῶς (2), ἁμαρτάνει (2), φρεσὶν (1), ἠδικήκατε (1), ἀδίκων (4), δικαιοσύνη (1), ἄδικον (2), ἀδικία (1), ἄδικα (2), ἀδικητέον (1), ἀδικούμενον (1), ἀνταδικήσας (1), μὴ καλῶς (1), βλάβην (1), δρῶν (1), ἀνδρῶν ἀδίκων ἔργον (1)

  • Ancient Egyptian : gmˁ (1)

  • English : injury (1), a deed of unjust men (1)

Alexander von Humboldt-Lehrstuhl für Digital Humanities - Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License © 2016
Implemented by Tariq Yousef