takes (English)
Frequency: 29
Translations:
- Ἑλληνική : χρῆται (1), ἄγα (1), ψῆφος (1), καθαιρήσει (1), καταδωροδοκεῖται (1), λαβών (1), γίγνηται (1), λαμβάνων (1), λαβὼν (3), λάβωσι (1), βάδισιν (1), λαβόμενος (1), αἱρεῖ (1), ἔχει (1), ἀφαιρεῖται (1), ποιήσετʼ (1), ἀγάασθε (1), ἐστίν (1)
- Latin : capit (2), capiet (1)
- English : holds (1), has made her (1)
- العربية : يختطف (1), خطف (1)
- Deutsch : nimmt (1)
- Sanskrit : prāpti (1)