settled (English)
Frequency: 13
Translations:
- Ἑλληνική : πικαθῆτο (1), συνεστήσαντο (1), κατοικήσαντας (1), διωρισμένων (1), συνοικίζουσι (1), ἐπεκλώσαντο (2), κατέστη (1)
- English : had ordained (1)
- Latin : tūtae (1), statuit (1)
- العربية : فسكن (1), سكن (1)