seized
(English)
Frequency: 51
Translations:
- فارسی : گرفت (1)
- Ἑλληνική : ἐκράτησαν (1), ἑλόντος (1), κατειληφότων (1), ἔλαβον (2), ἐμπίπτει (1), λαβέτω (1), συλληφθέντες (1), ἔλαβε (1), λαβόντες (1), κατέσχε (1), λαβὼν (4), ἔλαβεν (1), εἷλε (2), ἕλε (5), ἐλάμβανε (2), ἥρπασαν (2), ἥραπαζε (1), ἔλαβον ἥρπασαν (1), δι-ήρπασαν (1), ἅψεσθαι (1), ἁρπάσαι (1), ἁρπασάντων (1), ἁρπάσαντες (1)
- Español : tomó (1)
- Latin : cepit (1), arreptum (1), capiebat (1), cepisset (1), corripui (1)
- English : caught (3), grasped (1), carry off (1), after seizing (1), had carried off (1)
- Ancient Egyptian : ṯˀi (1)
- русский : наступило (2)