punished
(English)
Frequency: 19
Translations:
- Ἑλληνική : ἐζημίωσεν (1), δίκην (5), κολάσειν (1), ἐκολάσθη (1), κεκολασμένου (1), δοῦναι (2), ἀδικεῖν (1), κολασθείς (1), ζημίαν (1), λήψει (1), τίσατο (1), δίκας (1)
- Latin : flagitia (1)
- English : reparation (1)