privation
(English)
Frequency: 23
Translations:
- Ἑλληνική : στέρησιν (3), πως (2), στέρησις (3), στέρησίς (1), σύνολος (1), ἴδιον (1), ἐντελεχείᾳ (1), ζῷον (1), ἐνδέχεται (1), ἄνθρωπος (1), συμβαίνει (1), ἕτερον (1), ἀπορία (1), μέν (1), αἰσχροῦ (1), δύναιτ᾽ (1), καίτοι (1), στερήσεις (1)