held
(English)
Frequency: 82
Translations:
- فارسی : داشت (1), میگرفت (1), به دست میگرفت (1), [ به دست ] میگرفت (1)
- Ἑλληνική : νενόμισται (1), ὀλολυγμὸν (1), ἔσχ᾽ (1), νομίζων (1), ἔχων (4), κἀπὸ (1), εἷλον (1), στρατηγήσαντες (1), δοκεῖ (1), ἰδίαν (1), ἀγῶνας (1), ἄρξαντος (1), εἶχε (1), ἔδοξεν (1), ἦρχον (1), ἄρχειν (1), κατέσχε (1), κατεῖχον (1), προειστήκει (1), ἔχουσιν (1), δόξωσι (1), εἶχεν (1), Ἀρείῳ (2), ᾠήθησαν (1), δοκοῦντα (1), ἐχόντων (1), ἔχεσθαι (2), αἰτία (1), ζῳδίων (1), ἕλκε (1), ἄρα (1), ἔχεν (1), μένοντες (1), ἔχ (4), κράτησε (1), κατεχομένους (1), βιβάς (1), κατέσχεν (3), σχεῖν (1)
- Latin : obtinebat (2), exhibuit (1), habuerit (2), obtinuerat (1), tenens (1), aliquot (1), habuisset (1), habēre (1), fere (1), dies (1), habuit (1), obtinebant (1), occupatum (1), teneret (1), possessam (1)
- English : was (1), he offered (1), for him (1), held (1), holding (1), possessed (1), holds (1), enveloped (1), that it was by means (1)