bore
(English)
Frequency: 43
Translations:
- فارسی : میکشید (1)
- Ἑλληνική : εἶχε (1), ἔτεκεν (3), ἐγείνατ᾽ (1), Ἀλκμήνης (1), τεκοῦσα (2), ἤνεγχ᾽ (1), πρὸ (1), ἐπιφερομένων (1), ἠνεσχόμην (1), ἐξηνεσχόμην (1), ἔθρεψέ (1), τρήσας (1), φέρειν (1), πάθεν (1), ἐφόρει (1), τίκτει (1), τέκε (1), γείνατο (1), τέκ᾽ (1), ἔτικτʼ (1), φέρεσκε (2), δέδεντο (1), φέρε (1), ἑλόντες (1), τρυπῷ (2), ἔτικτ (1), ἔχων (1)
- English : suffered (1), swept on (1), bore (1), Having (1)
- Português : dado à luz (1)
- العربية : احتمل (1), وحملت (1)