older (English)
Frequency: 34
Translations:
- Ἑλληνική : παλαιτέροις (1), γεραιτέρα (1), ἡλικίαν (1), πρεσβύτεροι (2), πρεσβυτέραν (1), πρεσβυτέρων (2), πρεσβυτέρους (2), ἀρχαιότεροι (1), πρεσβύτερος (2), παλαιότερος (1)
- Latin : antiquior (2), noster (2), senius (2), antiqua (2), amplius (3), utpote (2)
- English : older (1)
- Deutsch : älterer (1)