hold
(English)
Frequency: 96
Translations:
- فارسی : بدار (1), کن (1), کرد (1), دارَند (1), تیز (1), دار (1), دارند (1)
- Ἑλληνική : ἔχε (1), κατασχεῖν (2), ἔχουσ᾽ (1), ἔχοντας (1), ἡψάμην (1), ἄγκαθεν (1), ἔχειν (4), κατέχειν (1), ἡγεῖσθε (1), ἔχουσι (3), συνθέσεις (1), κρατεῖν (1), Μητρογαθὴς (1), τιμῇ (1), πόλει (1), σχεθεῖν (1), σέβεσθαι (1), ἄρχῃ (1), ἄρξῃ (1), λαμβάνομαι (1), ἐλάμβανον (1), ἡγησαμένους (1), δοκῇ (1), λαβοῦ (1), σελαγοῖντ᾽ (1), θωρήξομαι (1), σκοτοβινιῶ (1), ἔχω (1), βούλησθέ (1), δοκεῖ (4), χανδάνῃ (1), μεθῆσθον (1), λάβεσθε (1), ἡγώμεθα (1), λαβὴν (1), πόρπαξιν (1), ἀντιλεγόντων (1), σχήσω (1), ἔχωμεν (1), ἔχει (2), κατέσχεν (1), ἄρξαι (1), ἔσχον (1), εἶχον (1), ἄρχειν (1), ἄρχων (1), ἑκατέρωθι (1), ἔχουσί (1), ἔχου (1), ἔχομεν (2), ὂν (1), ἀριθμοὺς (1), ἐχόμενον (1), οἴεται (1), δοξάζοντας (1), περιαιρουμένων (1), ἀρχὰς (1), μαθηματικὰς (1), μὲν (1), μοναδικοὺς (1), ἰδέας (1), γιγνώσκοντας (1), ενώνουν (1), ἔχεο (1), μένει (2), συνέχειν (1), ἔχων (1)
- 中文 : 挟 持 (1), 持 (2)
- Latin : tenax (1), obtinendās (2), igitur (1)
- English : clinging clings (1), hold (1)
- italiano : tenergli (1)