wretched
(English)
Frequency: 85
Translations:
- فارسی : سهلت (1), مسکین (7), بیدل (1)
- Ἑλληνική : προτελείοις (1), δύστηνον (1), τλήμων (1), πανάθλιον (1), στυγερῷ (1), ταλαιπώρων (1), τάλας (4), τλῆμον (1), σχετλίᾳ (1), δύστηνος (2), μελέων (1), δόσιν (1), κακὰν (2), κακῶν (1), ἀθλίων (1), τάλαν (2), ταλαίνης (1), ἀθλίαν (1), μόχθηρε (1), ἀθλιώτατον (1), κακοδαίμονα (1), κακόδαιμον (1), φαύλως (1), τάλαινα (3), κακῶς (1), ἄθλιαι (1), πόνηροι (1), μέλεοι (1), ἀθλίως (1), ἄθλιος (1), τλάμων (1), δύστανον (1), δύστανον (1), πάσχων (1), κακοὺς (1), ἄθλιον (2), ἀθλίας (1), ἀπειργμένοι ἄθλιον (1)
- Latin : misera (1), miseris (1), misellam (1), miserrimum (1), infortunatissimae (15), miseri (2), miseros (1), male (1), Turpe (1)
- English : wicked (1), sorrow (1), poor (1), a wretched (1)
- français : misérables (1)