supply (English)
Frequency: 18
Translations:
- Ἑλληνική : εὐπορίαν (1), εἰσήγαγον (1), παρέξω (1), παρέχουσιν (1), παρέχωσι (1), παρέχειν (1), εὐπόρησαν (1), ἐπιλειπόμενος (1), παρέχει (1), σῖτον (1), σίτου (1), ἐκπορίζεις (1), ἔχειν (1)
- Latin : copiam (1), praebere (1)
- български : количество (1)
- English : have enough (1)
- Deutsch : liefern (1)