stolen
(English)
Frequency: 18
Translations:
- Ἑλληνική : κλοπαίαν (1), κλέπτεται (1), κλέπτονθ᾽ (1), ἀφήρπασεν (1), κλέπτων (1), λαβεῖν (2), κεκλοφότος (1), κέκλοφας (1), κλέψας (1), κλέψασαν (1), περὶ (1)
- English : addled (1)
- Latin : surripuit (1), una (1)