spend
(English)
Frequency: 22
Translations:
- Ἑλληνική : ἀναλίσκειν (4), ἀνήλωσε (1), διατριβαὶ (1), ἄγειν (1), ἀεὶ (1), ἡδέως (1), πλεῖν (1), ἀποβαλεῖ (1), . (1), ἀναλῶν (1), σύνεισιν (1), δαπάνας (1), δαπάνην (1), δαπανῆσαι (1), δαπάνης (1), διατελοῦσι (2)
- Latin : licet (1), permanent (1)