risk (English)
Frequency: 17
Translations:
- Ἑλληνική : κινδυνεῦσαι (2), κινδύνου (2), κινδυνεύειν (1), κεκινδυνεύσεται (1), παρεκινδύνευσε (1), τράποιτο (1), κίνδυνος (1), κινδυνεύων (1), ἀπολοίμην (1), κινδυνεύσωσιν (1), κινδυνεύσας (1), κίνδυνον (2), κινδυνεύσουσί (1)
- Latin : discrimine (1)