Home
Bibliography
Alignment Guidelines
How To
About
New Account
Log in
ridiculous
(English)
Frequency: 13
Translations:
Ἑλληνική
:
καταγέλαστα
(1),
καταγέλαστον
(1),
γέλοιον
(2),
γέλοιος
(1),
καταγέλαστ᾽
(1),
καταγέλαστος
(1),
γελοῖος
(1),
γελοῖον
(2),
καταγέλαστός
(2)
English
:
amusing
(1)