proper (English)
Frequency: 46
Translations:
- Ἑλληνική : εἰκὸς (2), καιρὸν (1), τοὔργον (1), πρόσφορα (1), ὑβρίζειν (1), χρὴ (2), καλῶς (1), οἰκοῦντας (1), φειδωλοῦ (1), ὀρθῶς (1), πρέπει (1), δεῖ (11), οἰκεῖον (1), χρῆσις (1), προσήκει (1), θρυλούμενον (1), ὄργανα (1), κύρια (1), κυρίως (1), ἀγαθῷ (1), ἣν (1), προσήκοντα (1), καλόν (1), συμφέρει (1)
- Latin : iura (1), decentem (1), propriam (1), ipsam (1), genuina (1), sua (1), servato (1)
- Ancient Egyptian : n mtr (1)
- Español : propia (1), misma (1)