practice (English)
Frequency: 31
Translations:
- Ἑλληνική : ἀσκῶ (4), ἀσκεῖν (1), ἐπιτηδεύματος (2), πρᾶξις (2), πρᾶγμα (1), πράγματος (1), πράξεως (1), μελετῶν (1), κατάξειέ (1), νόμον (1), ἐπιτηδεῦσαι (1), ἔργῳ (1), καθ᾽ (1), πράττει (1), δρᾶν (1), ῥέζοι (1), τὸν καταστρέφειν (1), μελέτα͵ (1)
- فارسی : تجربه (1), کار تجربه (1), کار (3)
- English : practise (1)
- Latin : usui (1)
- Español : la práctica (1)