possess (English)
Frequency: 60
Translations:
- Ἑλληνική : ἕξουσι (1), ἔχουσιν (1), ἔχειν (18), ὑπάρχει (7), κατάσχοι (1), πάσχετ᾽ (1), κεκτήμεθα (1), παιδάριον (1), ὑπάρξειεν (1), ἐχόντων (1), λογισμὸς (1), ἔχει (3), ἔχῃ (4), ὑπάρχειν (1), ἔχοντες (1), εἴχομεν (1), ἔχουσι (1), ἔχοντα (1), ἔχητον (1), ἔχω (2), κατέχομεν (1), κατέσχαμεν (1), ἐγὼ ἔχω (1)
- English : dwell (1)
- русский : унаследовал (1)
- Parthian_tr : dārām (1), derd (1)
- Latin : obtinere (2), habere (1)