listening (English)
Frequency: 18
Translations:
- فارسی : شنید (1)
- Ἑλληνική : κλύοντες (1), ἀκροάσωμαι (1), ἠκροᾶσθε (1), ἀκούοντα (1), ἀκούοντος (1), καθήμεναι (1), ἀκούουσ᾽ (1), ἀκροώμενοι (1), ἀναγίγνωσκε (1), ἠκούσαμεν (1), ἀκούων (1), αἰφνιδίου (1), ἀκροώμενος (1), ἀκροάσει (1), ὑπακούων (1), ἔκλυες (1), ἀκούσαντι (1)