divided
(English)
Frequency: 45
Translations:
- Ἑλληνική : δίχα (1), διέλαχον (1), διῃρῆσθαι (1), διεῖλεν (1), διῄρητο (1), συνένειμε (1), νεμηθῶσιν (1), νενέμηνται (1), τετμημένος (1), διαιρεῖται (4), διῄρηνται (1), διαιρῆται (1), διαιρουμένων (1), διῃρημένων (1), διῃρέθη (1), ἐνυπάρχοντος (1), διαιρεθείη (2), διῃρημένῳ (1), διαιρεθῆναι (1), διελεῖν (1), λοιπή (1), δεδαίαται (1), ῥηγνύμενον (1), διεχωρισεν (2), διεῖλον (1)
- Latin : divisa (1), divisit (1), diuisa (1), diuideret (1)
- Deutsch : geteilten (1)
- English : which broke into (1), have interpreted (1)
- français : sépara (1)