deprived (English)
Frequency: 23
Translations:
- Ἑλληνική : ἐστερημένον (1), εἴργεσθαι (1), ἀφαιρεῖται (1), ἀφελόμενος (1), ἀπεστέρησα (1), ἀπεστέρει (1), ἀφῃρέθη (3), ἀποστερεῖσθαι (1), στερηθῇς (1), ἀφῃρημένοι (1), περιείλοντο (1), ἀπεστερήθη (1), ἀφείλετο (1), ἐστερῆσθαι (1), ἐστέρηται (1), ἐστερημένος (1)
- English : incense (1), took away (1), he was deprived (1)