decent
(English)
Frequency: 16
Translations:
- Ἑλληνική : εὐπρεπὴς (1), γενναίων (1), μέτριον (1), σώφρονος (1), τοιούτοις (1), σωφρονεστάτην (1), ποθεινὸς (1), ἄδολον (1), ἱκανὴν (1), ἀνδράσι (1), ἐναίσιμος (1), ἐσθλόν (1)
- English : right-minded (1), decently (1)
- Ancient Egyptian : good (1)
- Latin : probe (1)