allowed (English)
Frequency: 24
Translations:
- Ἑλληνική : παρεῖχε (1), προέμενοι (1), ἐξῇ (1), ἔξεστι (2), ἔξεστιν (1), ἐξῆν (1), ἐπιτρέψων (1), εἴασεν (1), ἐξεῖναι (1), διδόναι (1), χρήματα (1), ἐωμένης (1), δεδώκασιν (1), ἀφείθη (1), ἐξὸν (1), ἐφίετο (1)
- Latin : passus (1), sinat (1), pateretur (1)
- English : allows (1)
- Akkadian : ši-ip-ra-am (2), šu-ub-ti (1)