admitted (English)
Frequency: 15
Translations:
- Ἑλληνική : ὁμολογῶν (1), ὡμολόγηκα (2), ὁμολογήσαντας (1), ὁμολογούντων (1), ὡμολόγει (1), ὁμολογεῖται (2), ἀνομολογουμένων (1), ὁμολογούμενα (1), ὡμολόγησαν (1), συγχωρήσας (1), ὁμολογεῖ (1)
- Latin : concedi (1), accipit (1)