able
(English)
Frequency: 95
Translations:
- Ἑλληνική : οἷοί (3), οἷόν (1), δύνηται (2), δυνησομένους (1), ἐδυνήθη (1), δύνασθε (1), δυναμένην (1), δυνήσονται (2), δυνήσομαι (1), δύναται (2), γνῶναί (1), δύνωνται (1), ἱκανῶς (1), δύνασθαι (6), οἷός (3), Φαλῆς (1), δύναμαι (1), δυνήσει (2), δύναιο (1), δυνήσεται (1), οἷον (1), στόμωσον (1), δυνώμεθα (1), γὰρ (1), ἕξει (1), κλαστάσεις (1), ἐξέσται (1), δύνασαι (2), δυναμένους (1), ἐδύναντο (2), ιυστα (1), δυνάμενον (2), οἵα (1), ἠδύνατο (1), δυναμένῳ (1), ἔχειν (1), δυνατὸς (1), δυνατοὶ (1), ἱκανοὶ (1), ἱκανὸς (1)
- Latin : possit (2), poteris (1), potuit (1), valeant (1), potui (1), poterat (3), posset (2), posse (3)
- English : ability (1), able (1), they can (1)
- italiano : grado (1), d ' aver saputo (1)
- Deutsch : konnten (1), vermögend (1)
- 中文 : 能 (3)