wronged (English)
Frequency: 17
Translations:
- Ἑλληνική : ἥμαρτες (1), ἠδικημένον (1), ἀδικῶνται (1), ἀδικουμένοις (2), ἠδίκηνται (1), ἀδικούμενος (1), ἀδικεῖται (2), ἀδικηθέντι (1), ἀδικηθέντος (1), ἠδίκησε (1), ἠδικηκόσιν (1), ἠδίκει (2), ἠδικημένος (2)