perished
(English)
Frequency: 46
Translations:
- Ἑλληνική : ὀλωλότας (1), ὀλωλότος (1), ἀπώλετο (2), θανόντος (1), ὤλετ᾽ (1), οἴχεται (1), ἀπώλλυτο (1), κατέφθιτο (1), τοσουτάριθμον (1), διώλλυθ᾽ (1), θάνον (1), ἐξέφθινται (1), ὀλόμενοι (1), ὤλετο (1), ̣ (1), διαφθαρείς (1), διέφθαρται (1), ἀπώλοντ᾽ (1), ἀπολέσθαι (1), ἀπόλωλ᾽ (1), ἀπόλωλεν (1), ἔφθαρται (1), φθειρομένων (1), φθαρέντος (1), ὄλωλε (2), ὄλοντο (1), ἀπέφθιθεν (2)
- Latin : cecidisset (1), perierunt (1)
- English : to destroy himself (1), is lost (1), were killed (4), killed (1)
- français : a péri (1)