own
(English)
Frequency: 181
Translations:
- Ἑλληνική : αὑτοῦ (14), ἴδιον (1), ἑαυτοῦ (1), ἑαυτοὺς (1), αὐτουργῷ (1), λεχέων (1), λων (1), σφετέρᾳ (1), σέθεν (1), αὑτῆς (6), αὑτᾶς (2), ἑκὼν (1), ἀλλαγᾷ (1), ἐκείνου (1), φίλῃ (1), οἰκείᾳ (1), αὐτῶν (15), σαυτοῦ (4), ἑαυτῆς (2), τ᾽ (2), αὑτῶν (6), σφετέραις (1), μοι (1), αὑτᾷ (1), γόνῳ (1), ἰδίαν (1), ἑαυτῷ (2), αὐτοὶ (4), οἰκείοις (1), αὑτῷ (1), πραττόμενος (1), ὑμετέρα (1), μόνου (1), αὐτοὺς (1), γενέσθαι (1), ἰδίων (2), οἰκεῖον (1), αὑτὸν (1), αὑτοὺς (1), ἰδίους (1), ἀλλοτρίᾳ (1), λυσιτελοῦντος (1), αὐτὸς (4), ἰδίᾳ (1), πατρίους (1), οἰκεῖν (1), γνώμην (1), οἰκήσω (1), τύπτῃ (1), αὐτῆς (3), σφετέραν (1), ἀλλότρια (1), παρ᾽ (2), μετ᾽ (1), ὑμᾶς (1), ἑαυτῶν (2), αὐταῖς (1), οἰκείων (1), φορις (1), λιβερις (1), διξεντεμ (1), κατ᾽ (1), δι᾽ (2), αὑτοῖς (1), ἐγὼ (1), ἡμετέροις (1), βαδίζειν (1), ὑπέχειν (1), προαιρετικὸς (1), ἴδιοι (3), τὰ ἴδια (1), σφετέρῃσιν (3), πατρίδα (4), ταῖς ἰδίαις (1), τὸ (1), ἧς (1), οἷσι (1), ἣν (1), τόν (1), ἐκεῖ (2), αὐτοῦ (1), αὐτὰ (1)
- Latin : ipsorum (1), ipse (1), privata (1), proprio (2), magis (1), suō (1), suorum (1), invidia (1)
- Português : seus (3), seu (1)
- English : own (2), themselves (1)
- Español : su (1)
- Akkadian : αὑτῶν (1)
- français : lui-même (1)
- Tamil : thanne (2)
- italiano : stesso (1)