killed
(English)
Frequency: 170
Translations:
- Ἑλληνική : ἀπέκτειναν (3), ἀπέκτεινεν (2), ἔκτειν᾽ (1), ἔκτανον (1), ἔκτεινα (1), κατέκτονας (1), κτανών (1), κατέκτανεν (3), κτανούσης (1), κτανόντας (1), κτανόντες (1), κτείναντες (1), κατακτανών (1), ἔκτανες (1), κατέκτανον (1), ἀπώλεσεν (1), ἀπέκτεινε (3), διέφθειρεν (1), ἀπέθανεν (4), ἀποκτεῖναι (6), ἀποκτείναντα (1), ἀποκτεῖναί (2), ἀποθανών (1), ἀπέθανε (2), ἀποκτείναντας (1), ἀποκτείναντος (1), ἀποκτείνας (1), τέθνηκεν (1), ἀποκτείναιμι (1), ἀποθανεῖσθον (1), ἀπώλεσάς (1), ἀνεῖλεν (1), ἔκτεινεν (1), ἀποθανεῖσθαι (1), ἀπώλεσαν (1), ἔπεφνεν (1), κατηναρισμένας (2), φονεύει (1), ἔκτανε (2), ἔκταν᾽ (2), ἔπεφνε (4), κτανεῖν (2), ἕλε (2), ἐνήρατο (2), ἀπέκτανε (1), βάλ᾽ (1), ἐξενάριξε (1), ἱέρευσεν (1), κατέπεφνε (6), κατέπεφνεν (4), ἀπέφθιθεν (2), κατθανόντα (1)
- Latin : interfecto (2), occidisset (2), interfectus (4), est (1), trucidaverunt (1), Postea (1), occidit (6), interficitur (2), occiso (1), Patroclus (1), interfecisset (1), interfecit (3), occīsus (1), occidisses (5)
- English : slew (1), killed (10), murdered (1), slaughtered (1), perished (1), struck down (3), struck him down (1)
- فارسی : کُشت (1)
- русский : павших (1)
- Sesotho : qetileng (1)