wrong
(English)
Frequency: 77
Translations:
- Ἑλληνική : δικεῖν (1), ἀδικεῖν (8), κακῶς (2), ἀδικοῦντας (1), πονηρᾶς (1), ἠδικηκότα (1), ἡμάρτηκα (1), ἐξαμαρτεῖν (1), ἠδικούμεθα (1), ἀδικεῖσθαι (2), ἠδικημένοις (1), ἁμαρτάνειν (1), ἁμαρτόντι (1), οὐ (2), ὀρθῶς (7), δίκαια (1), ἠδίκουν (1), ἠδικοῦντο (1), ἀδικῇ (1), χἀτέραις (1), πείσομαι (1), ἀδικοῦσιν (3), διώξει (1), ἀδικοῦντα (1), ιγνορανξιαμ (1), φαξιλε (1), δομινος (1), δεῖ (2), ἡμαρτημέναι (1), ὀρθόν (1), οὐδὲν (1), κακὸν (2), μὴ (1), διέψευσται (1), ψευδεῖς (1), καλῶς (2), ἁμαρτάνει (2), φρεσὶν (1), ἠδικήκατε (1), ἀδίκων (4), δικαιοσύνη (1), ἄδικον (2), ἀδικία (1), ἄδικα (2), ἀδικητέον (1), ἀδικούμενον (1), ἀνταδικήσας (1), μὴ καλῶς (1)
- Ancient Egyptian : gmˁ (1)
- English : injury (1)