woman
(English)
Frequency: 187
Translations:
- فارسی : زن (3), زنی (1)
- Ἑλληνική : γύναιον (1), ἀνθρώπου (2), γυνὴ (31), τῶν γυναικῶν (1), γυναῖκα (1), γυνή (24), γυναικῶν (3), γυναικὸς (11), θῆλυς (1), γυναικός (19), θυραίᾳ (1), γύναι (10), γυνά (1), θήλεια (1), θῆλυν (2), ἁβροπενθεῖς (1), γυναῖκ᾽ (4), ἄνθρωπος (2), αὐτὴ (1), ἀνθρώπους (1), ἀποθραυσθῇς (1), ποῖ (2), ἣν (1), γυναιξίν (2), γυναῖκες (3), ἔχου (1), ἅνθρωπος (1), ; (1), ἀσθενές (1), μινορι (1), σιβι (1), μερετριξις (1), γυναικὶ (1), κόραν (1), τῆς γυναικός (1), γυναῖκας (5), θῆλυ (1), τὴν (1)
- Latin : mulier (4), feminam (1)
- English : woman (1), a woman (1), woman—or (2), wench (1), woman… (1), wife (1), women (1), Musu (1)
- Español : mujer (1)
- 中文 : 女 人 (1)
- français : femme (1)
- italiano : donna (3)