willing
(English)
Frequency: 29
Translations:
- Ἑλληνική : προθύμως (1), ἑκὼν (7), θέλουσ᾽ (1), θέλων (1), θελόντων (1), θέλῃ (2), ἐθελήσεις (1), ἐθέλει (1), ἐβούλοντο (1), βούλεσθαι (1), ἕτοιμοι (2), ἕτοιμος (2), ἐθέλοντας (2), ἐθελούσας (1)
- Latin : volentes (1), vult (3), volens (1)