wealthy (English)
Frequency: 17
Translations:
- Ἑλληνική : πλούσιον (1), πλουτῶν (1), χρηστηρίαν (1), τριηραρχεῖν (1), πλουσίοις (1), εὐπόρων (2), πλούσιος (1), ζάπλουτοι (1), ἀφνειοῦ (1), πλουτεῖν (1), οὐσίαν (1)
- English : rich (1), very rich (1)
- Deutsch : wohlhabenden (1)
- Latin : ditissimus (2)