teach (English)
Frequency: 39
Translations:
- Ἑλληνική : διδάσκειν (7), ἐξεδίδαξας (2), διδάσκειν (1), μαθεῖν (1), φρενώσω (1), δίδαξον (2), διδασκάλου (1), δίδασκέ (1), διδάσκουσ᾽ (1), διδάξῃς (2), διδάξω (2), διδάξομεν (1), διδάξαιμ᾽ (1), διδάξεις (2), διδάσκεις (2), διδάσκω (1), δίδασκε (2), ἀκούσαντες (1), ἐδίδαξεν (1), μάθοις (1), διδαχθῇ (1), ἴχνευε (1), διδάξει (1), διδάσκουσι (1)
- Latin : tradunt (1)
- Deutsch : lehren (1)