taught (English)
Frequency: 34
Translations:
- فارسی : آموخت (4), تعلیم کرد (1)
- Ἑλληνική : κατέδειξε (1), διδαχθεὶς (1), μάθω (1), μαθεῖν (1), οὐδένα (1), διδάσκου (1), διδάξομαι (1), διδάσκεται (1), ἐδίδαξας (2), ἐδιδάχθης (1), ἐδιδαξάμην (1), ἔμαθον (1), ἐδίδαξα (1), ἐδίδαξε (1), διδασκόμενον (1), μαθόντα (1), πλείω (1), παιδεύματα (1), ἐξεμούσωσεν (4)
- Coptic : ⲧⲥⲁⲃⲟ (1)
- English : transitive-verb (1)
- Latin : docuit (2), doctus (1), instructus (1)