taking
(English)
Frequency: 47
Translations:
- Ἑλληνική : λαβὼν (9), λαβεῖν (1), λαβοῦσα (1), λαμβάνων (1), ὀμόσαντες (1), πωλίον (1), φροντίζετε (1), ἀπάγοντες (1), φόνου (1), τολμῆσαί (1), λαβόνθ᾽ (1), φέρειν (1), συλλαβὼν (2), δεξάμεναι (1), ἄγειν (1), ἐπὶ (1), λαβόμενος (1), διορίσαι (1), πρᾶγμ᾽ (1), πιθοῦ (1), λαβόντες (1), φῦ (1), ἔν τʼ ἄρα (1), λαβοῦσαν (2), ἑλεῖν (1)
- Latin : tollere (1), accepto (1), captivarumque (2), exuviis (1), lacerans (1)
- English : clasped (2), reprehending (1), to capture (1), taking (1)
- Akkadian : i-leq-qu-ú (1)