suppliant
(English)
Frequency: 23
Translations:
- Ἑλληνική : προστρόπαιος (1), οὔτοι (1), ἱκέτην (3), ποτιτρόπαιος (1), ἱκέτης (4), δόμων (1), ἱκέσιον (1), ἱκετῶν (1), αἰδοίου (1), ἱκεσίου (2), ἱκεσία (1), ἱκταίου (1), ἱκτῆρος (1), ἱκετηρίαν (1), δομυμ (1)
- Latin : supplices (1)
- English : those who beg (1)