succeed (English)
Frequency: 14
Translations:
- Ἑλληνική : πράξαιμεν (1), κριτῇ (1), κατορθώσασι (1), ὑπερβαλεῖσθαί (1), συμφέρειν (1), κατορθώσωμεν (1), χώρει (1), κατορθοῦσι (2), εὐτυχοῦσιν (1), κατορθώσουσι (1), κατορθοῦσιν (2)
- Akkadian : i-si-ir (1)