stupid
(English)
Frequency: 17
Translations:
- Ἑλληνική : ἠλίθιος (2), ἀμαθής (1), σκαιὸν (1), σκαιός (1), παχύς (1), ὀρειβάτης (1), νιαυτῷ (1), λαλοῦντες (1), ἀνόητος (1), διακεκαρμένῳ (1), μῶρα (2)
- Latin : stulta (1), stolidus (1)
- français : con (1)
- Español : estúpido (1)