stop (English)
Frequency: 86
Translations:
- Ἑλληνική : λήγει (1), εἴη (1), παύσειν (2), μηδαμῶς (1), ἐπίσχες (2), μένοντε (1), παῦσαι (3), καταπαύσω (1), παῦε (5), μὴ (4), παύσασθε (2), παύσασθον (1), οὐ (1), τοσαυτί (1), παύσω (1), λοιπὸν (1), φλαῦρον (1), παύσαιο (1), παύσασθαι (1), παύσει (2), φεύγετον (1), μενεῖς (2), ἐάσας (1), ἔασον (1), τιτθίου (1), τὴ (2), καταπαύειν (1), παῦ᾽ (1), ἵστασθαι (1)
- Español : demoro (1)
- Latin : parce (1), desinas (2), ineptire (1), desine (1)
- English : cease (4)