seized (English)
Frequency: 42
Translations:
- فارسی : گرفت (1)
- Ἑλληνική : ἐκράτησαν (1), ἑλόντος (1), κατειληφότων (1), ἔλαβον (2), ἐμπίπτει (1), λαβέτω (1), συλληφθέντες (1), ἔλαβε (1), λαβόντες (1), κατέσχε (1), λαβὼν (4), ἔλαβεν (1), εἷλε (2), ἕλε (5), ἐλάμβανε (2), ἥρπασαν (2), ἥραπαζε (1), ἔλαβον ἥρπασαν (1), δι-ήρπασαν (1)
- Español : tomó (1)
- Latin : cepit (1), arreptum (1), capiebat (1), cepisset (1)
- English : caught (3)
- Ancient Egyptian : ṯˀi (1)
- русский : наступило (2)