saved
(English)
Frequency: 63
Translations:
- Ἑλληνική : σώσαντος (1), ἐξελυσάμην (1), σεσωσμένον (1), σεσωμένης (1), σέσωσται (1), σωθεὶς (1), σωθῆναι (3), ἔσῳζον (1), ἐσώθη (1), σεσῷσθαι (1), ἐσῳζόμην (1), ἔσῳσαν (1), διασῴσαντες (1), ἔσῳσεν (1), σῴζονται (1), σωθήσομαι (1), σωθήσεσθ᾽ (1), σωθεῖσα (1), σωθεῖμεν (1), σῳζοίμεθ᾽ (1), σωτηρία (1), ἔσωσε (2), σώσεις (1), ἐῤῥύσατ᾽ (1), ἐσάωσα (12), ἐσάωσεν (1), ἐρρύσατο (4), σῴζειν (3), ἐξερρύετο (1)
- English : who saved him (1), saved (8)
- Latin : conservabant (1)